ὄσχῃ

ὄσχῃ
ὄσχη
scrotum
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄσχη — scrotum fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσχη — (I) όσχη και ὤσχη, ἡ (Α) κλαδί αμπελιού με σταφύλια, κληματίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί με το θ. σχ τού ἔ σχ ον, αόρ β τού ἔχω* με προθεματικό ὀ (πρβλ. όζος [Ι]) ή ὠ Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν οι τ. με ὠ είναι… …   Dictionary of Greek

  • ὄσχαι — ὄσχη scrotum fem nom/voc pl ὄσχᾱͅ , ὄσχη scrotum fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσχαις — ὄσχη scrotum fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσχην — ὄσχη scrotum fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεσχάς — ὀρεσχάς, άδος, ἡ (Α) η όσχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< *ὀρ οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή τού ο σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • οσχέα — ὀσχέα, ἡ (Α) βλ. όσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχη (ΙΙ) + κατάλ. έα] …   Dictionary of Greek

  • ὄσχας — ὄσχᾱς , ὄσχη scrotum fem acc pl ὄσχᾱς , ὄσχη scrotum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσχεο — το (Α ὄσχεον) ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • όσχεος — ὄσχεος, ὁ (Α) το όσχεο («ὄρχεις δύο τὸ δὲ πέριξ δέρμα, ὅ καλεῑται ὄσχεος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ.τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”